- ὅτεο
- ὅτεο, [full] ὁτέοισιν, [full] ὅτευ, [full] ὅτεῳ, [full] ὅτεων, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. cases of ὅστις.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅτεο — ὅστις that masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… … Dictionary of Greek